- αγλάισμα
- ἀγλάισμα, το (Α) [ἀγλαΐζω]αυτό για το οποίο χαίρεται κανείς, κόσμημα, στολίδι, τιμή, καμάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγλάισμα — ἀγλάϊσμα , ἀγλάισμα ornament neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλάισμ' — ἀγλάϊσμα , ἀγλάισμα ornament neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλαΐζω — ἀγλαΐζω (AM) λαμπρύνω, στολίζω, τιμώ, δοξάζω. αρχ. 1. δίνω κάτι ως τιμή ή ως κόσμημα 2. μεσ. στολίζομαι με κάτι και νιώθω ευχαρίστηση γι αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀγλάισμα, ἀγλαϊσμός, ἀγλαϊστός] … Dictionary of Greek
τἀγλαίσματα — ἀγλαΐσματα , ἀγλάισμα ornament neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαισμάτων — ἀγλαϊσμάτων , ἀγλάισμα ornament neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαίσμασι — ἀγλαΐσμασι , ἀγλάισμα ornament neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαίσμασιν — ἀγλαΐσμασιν , ἀγλάισμα ornament neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαίσματα — ἀγλαΐσματα , ἀγλάισμα ornament neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαίσματι — ἀγλαΐσματι , ἀγλάισμα ornament neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)